- ἐξάλλαγμα
- ἐξάλλ-αγμα, ατος, τό,A recreation, amusement, in pl., Anaxandr.20, Parth.24.1 (dub.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐξαλλάγμασι — ἐξάλλαγμα recreation neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαλλάγματα — ἐξάλλαγμα recreation neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)